- πλανάρω
- Ν1. αερολισθαίνω2. πλανιάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. planer «αιωρούμαι, στέκομαι ακίνητος με απλωμένα φτερά», «ροκανίζω, λειαίνω» < λατ. planum «επίπεδη επιφάνεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπλάνο — το, Ν (αεροπ.) αεροπλάνο που έχει τρεις επιφάνειες στήριξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. triplane < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + plane < γαλλ. planer (πρβλ. πλανάρω) < λατ. planum «επίπεδη επιφάνεια»] … Dictionary of Greek